- ὀξυαύγεια
- ὀξῠ-αύγεια, ἡ,A dazzling light, Ph.Fr.73H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυαύγεια — ὀξυαύγεια, ἡ (Α) εκθαμβωτικό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + αύγεια (< αυγής < αὐγή), πρβλ. δι αύγεια] … Dictionary of Greek
ὀξυαύγειαν — ὀξυαύγεια dazzling light fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek